- πιλαλητό
- τοτο τρέξιμο: Με πιλαλητό έφτασαν τα παιδιά στο σπίτι από το φόβο τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.